Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονύκροτος
View word page
γονορροϊκός
suffering from spermatorrhea

ShortDef

suffering from spermatorrhea

Debugging

Headword:
γονορροϊκός
Headword (normalized):
γονορροϊκός
Headword (normalized/stripped):
γονορροικος
IDX:
19296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19297
Key:

Data

{'content': 'suffering from spermatorrhea'}