Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γόνος
γονοτύλη
γόνυ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
View word page
γονοπώτης
semen drinker
ShortDef
semen drinker
Debugging
Headword:
γονοπώτης
Headword (normalized):
γονοπώτης
Headword (normalized/stripped):
γονοπωτης
IDX:
19294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19295
Key:
Data
{'content': 'semen drinker'}