Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
View word page
γονιμότης
vitality
ShortDef
vitality
Debugging
Headword:
γονιμότης
Headword (normalized):
γονιμότης
Headword (normalized/stripped):
γονιμοτης
IDX:
19285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19286
Key:
Data
{'content': 'vitality'}