Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
View word page
γόνιμος
productive, fruitful

ShortDef

productive, fruitful

Debugging

Headword:
γόνιμος
Headword (normalized):
γόνιμος
Headword (normalized/stripped):
γονιμος
IDX:
19284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19285
Key:

Data

{'content': 'productive, fruitful'}