Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
γονοκτονία
View word page
γονίας
violent
ShortDef
violent
Debugging
Headword:
γονίας
Headword (normalized):
γονίας
Headword (normalized/stripped):
γονιας
IDX:
19281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19282
Key:
Data
{'content': 'violent'}