Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
γονοκτονέω
View word page
γονιαῖος
molaris

ShortDef

molaris

Debugging

Headword:
γονιαῖος
Headword (normalized):
γονιαῖος
Headword (normalized/stripped):
γονιαιος
IDX:
19280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19281
Key:

Data

{'content': 'molaris'}