Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
Γονόεσσα
View word page
γονή
produce, offspring

ShortDef

produce, offspring

Debugging

Headword:
γονή
Headword (normalized):
γονή
Headword (normalized/stripped):
γονη
IDX:
19279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19280
Key:

Data

{'content': 'produce, offspring'}