Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
View word page
γονεύς
a begetter, father
ShortDef
a begetter, father
Debugging
Headword:
γονεύς
Headword (normalized):
γονεύς
Headword (normalized/stripped):
γονευς
IDX:
19277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19278
Key:
Data
{'content': 'a begetter, father'}