Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
View word page
γονεία
generation

ShortDef

generation

Debugging

Headword:
γονεία
Headword (normalized):
γονεία
Headword (normalized/stripped):
γονεια
IDX:
19276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19277
Key:

Data

{'content': 'generation'}