Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
View word page
γονατόομαι
become

ShortDef

become

Debugging

Headword:
γονατόομαι
Headword (normalized):
γονατόομαι
Headword (normalized/stripped):
γονατοομαι
IDX:
19274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19275
Key:

Data

{'content': 'become'}