Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
View word page
γονάτιον
hip-joint, groin
ShortDef
hip-joint, groin
Debugging
Headword:
γονάτιον
Headword (normalized):
γονάτιον
Headword (normalized/stripped):
γονατιον
IDX:
19272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19273
Key:
Data
{'content': 'hip-joint, groin'}