Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γονιαῖος
View word page
Γονατᾶς
Gonatas
ShortDef
Gonatas
Debugging
Headword:
Γονατᾶς
Headword (normalized):
γονατᾶς
Headword (normalized/stripped):
γονατας
IDX:
19270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19271
Key:
Data
{'content': 'Gonatas'}