Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
View word page
γονά
generation

ShortDef

generation

Debugging

Headword:
γονά
Headword (normalized):
γονά
Headword (normalized/stripped):
γονα
IDX:
19269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19270
Key:

Data

{'content': 'generation'}