Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
γονεύω
View word page
γόμωσις
loading

ShortDef

loading

Debugging

Headword:
γόμωσις
Headword (normalized):
γόμωσις
Headword (normalized/stripped):
γομωσις
IDX:
19268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19269
Key:

Data

{'content': 'loading'}