Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονεία
γονεύς
View word page
γομφωτός
fastened with bolts

ShortDef

fastened with bolts

Debugging

Headword:
γομφωτός
Headword (normalized):
γομφωτός
Headword (normalized/stripped):
γομφωτος
IDX:
19267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19268
Key:

Data

{'content': 'fastened with bolts'}