Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
View word page
γομφωτήριον
tenon

ShortDef

tenon

Debugging

Headword:
γομφωτήριον
Headword (normalized):
γομφωτήριον
Headword (normalized/stripped):
γομφωτηριον
IDX:
19265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19266
Key:

Data

{'content': 'tenon'}