Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
View word page
γόμφωσις
bolting together
ShortDef
bolting together
Debugging
Headword:
γόμφωσις
Headword (normalized):
γόμφωσις
Headword (normalized/stripped):
γομφωσις
IDX:
19263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19264
Key:
Data
{'content': 'bolting together'}