Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
γονάτιον
View word page
γόμφωμα
that which is fastened by bolts, frame-work

ShortDef

that which is fastened by bolts, frame-work

Debugging

Headword:
γόμφωμα
Headword (normalized):
γόμφωμα
Headword (normalized/stripped):
γομφωμα
IDX:
19262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19263
Key:

Data

{'content': 'that which is fastened by bolts, frame-work'}