Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονά
Γονατᾶς
γονατίζω
View word page
γομφόω
to fasten with bolts

ShortDef

to fasten with bolts

Debugging

Headword:
γομφόω
Headword (normalized):
γομφόω
Headword (normalized/stripped):
γομφοω
IDX:
19261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19262
Key:

Data

{'content': 'to fasten with bolts'}