Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
View word page
γομφόδετος
nail-bound

ShortDef

nail-bound

Debugging

Headword:
γομφόδετος
Headword (normalized):
γομφόδετος
Headword (normalized/stripped):
γομφοδετος
IDX:
19258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19259
Key:

Data

{'content': 'nail-bound'}