Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
View word page
γομφίασις
toothache
ShortDef
toothache
Debugging
Headword:
γομφίασις
Headword (normalized):
γομφίασις
Headword (normalized/stripped):
γομφιασις
IDX:
19255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19256
Key:
Data
{'content': 'toothache'}