Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
View word page
γομφιάζω
have pain in the back teeth
ShortDef
have pain in the back teeth
Debugging
Headword:
γομφιάζω
Headword (normalized):
γομφιάζω
Headword (normalized/stripped):
γομφιαζω
IDX:
19254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19255
Key:
Data
{'content': 'have pain in the back teeth'}