Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
View word page
γομφαλγία
toothache
ShortDef
toothache
Debugging
Headword:
γομφαλγία
Headword (normalized):
γομφαλγία
Headword (normalized/stripped):
γομφαλγια
IDX:
19253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19254
Key:
Data
{'content': 'toothache'}