Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφόδετος
γομφοπαγής
View word page
γολονά
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
γολονά
Headword (normalized):
γολονά
Headword (normalized/stripped):
γολονα
IDX:
19249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19250
Key:

Data

{'content': 'plant'}