Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
γομφίος
View word page
γοῖ
grunting

ShortDef

grunting

Debugging

Headword:
γοῖ
Headword (normalized):
γοῖ
Headword (normalized/stripped):
γοι
IDX:
19247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19248
Key:

Data

{'content': 'grunting'}