Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιόδουπος
View word page
γοητικός
bewitching

ShortDef

bewitching

Debugging

Headword:
γοητικός
Headword (normalized):
γοητικός
Headword (normalized/stripped):
γοητικος
IDX:
19246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19247
Key:

Data

{'content': 'bewitching'}