Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
γομφίασις
View word page
γοητής
a wailer

ShortDef

a wailer

Debugging

Headword:
γοητής
Headword (normalized):
γοητής
Headword (normalized/stripped):
γοητης
IDX:
19245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19246
Key:

Data

{'content': 'a wailer'}