Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυλωτόν
γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφιάζω
View word page
γοητεύω
to bewitch, beguile

ShortDef

to bewitch, beguile

Debugging

Headword:
γοητεύω
Headword (normalized):
γοητεύω
Headword (normalized/stripped):
γοητευω
IDX:
19244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19245
Key:

Data

{'content': 'to bewitch, beguile'}