Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυλώδης
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
γομόω
View word page
γοήτευσις
sorcery

ShortDef

sorcery

Debugging

Headword:
γοήτευσις
Headword (normalized):
γοήτευσις
Headword (normalized/stripped):
γοητευσις
IDX:
19242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19243
Key:

Data

{'content': 'sorcery'}