Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γογγυλοσπάραγον
γογγυλώδης
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
γολονά
γόμος
γομοφόρος
View word page
γοήτευμα
spell, charm

ShortDef

spell, charm

Debugging

Headword:
γοήτευμα
Headword (normalized):
γοήτευμα
Headword (normalized/stripped):
γοητευμα
IDX:
19241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19242
Key:

Data

{'content': 'spell, charm'}