Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γογγύλος
γογγύλος
γογγυλόσκηνος
γογγυλοσπάραγον
γογγυλώδης
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
Γολίαθος
View word page
γοερός
mournful, lamentable

ShortDef

mournful, lamentable

Debugging

Headword:
γοερός
Headword (normalized):
γοερός
Headword (normalized/stripped):
γοερος
IDX:
19238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19239
Key:

Data

{'content': 'mournful, lamentable'}