Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γογγύλη
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγυλοειδής
γογγυλόρυγχος
Γογγύλος
γογγύλος
γογγυλόσκηνος
γογγυλοσπάραγον
γογγυλώδης
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γογγυσμός
γογγυστής
γογγυστικός
γοερός
γόης
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητεύτρια
View word page
γογγυλωπός
round-faced, stout-looking
ShortDef
round-faced, stout-looking
Debugging
Headword:
γογγυλωπός
Headword (normalized):
γογγυλωπός
Headword (normalized/stripped):
γογγυλωπος
IDX:
19233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19234
Key:
Data
{'content': 'round-faced, stout-looking'}