Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
γογγρώνη
γογγύζω
γογγυλάτης
γογγύλη
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγυλοειδής
γογγυλόρυγχος
Γογγύλος
γογγύλος
γογγυλόσκηνος
γογγυλοσπάραγον
γογγυλώδης
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γογγυσμός
View word page
γογγύλλω
round
ShortDef
round
Debugging
Headword:
γογγύλλω
Headword (normalized):
γογγύλλω
Headword (normalized/stripped):
γογγυλλω
IDX:
19225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19226
Key:
Data
{'content': 'round'}