Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰγονομεύς
αἰγονόμιον
αἰγόπλαστος
αἰγοπρόσωπος
αἰγόστασις
αἰγοτριχέω
αἰγότριψ
αἰγοφάγος
αἰγόφθαλμος
αἰγυπιός
Αἰγυπτιάζω
Αἰγυπτιακός
Αἰγυπτιασμός
Αἰγύπτιος
Αἰγυπτιόω
Αἰγυπτιστί
Αἰγυπτιώδης
Αἰγυπτογενής
Αἰγυπτόνδε
Αἴγυπτος
Αἶγυς
View word page
Αἰγυπτιάζω
to speak Egyptian

ShortDef

to speak Egyptian

Debugging

Headword:
Αἰγυπτιάζω
Headword (normalized):
αἰγυπτιάζω
Headword (normalized/stripped):
αιγυπτιαζω
IDX:
1921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1922
Key:

Data

{'content': 'to speak Egyptian'}