Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
γογγρώνη
γογγύζω
γογγυλάτης
γογγύλη
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγυλοειδής
γογγυλόρυγχος
Γογγύλος
View word page
γογγρύζω
grunt

ShortDef

grunt

Debugging

Headword:
γογγρύζω
Headword (normalized):
γογγρύζω
Headword (normalized/stripped):
γογγρυζω
IDX:
19218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19219
Key:

Data

{'content': 'grunt'}