Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
γογγρώνη
γογγύζω
γογγυλάτης
γογγύλη
View word page
γοάω
to wail, groan, weep
ShortDef
to wail, groan, weep
Debugging
Headword:
γοάω
Headword (normalized):
γοάω
Headword (normalized/stripped):
γοαω
IDX:
19213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19214
Key:
Data
{'content': 'to wail, groan, weep'}