Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
γογγρώνη
View word page
γνωτός2
kinsman, kinswoman

ShortDef

perceived, understood, known
kinsman, kinswoman

Debugging

Headword:
γνωτός2
Headword (normalized):
γνωτός
Headword (normalized/stripped):
γνωτος2
IDX:
19210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19211
Key:

Data

{'content': 'kinsman, kinswoman'}