Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
View word page
γνωτός
perceived, understood, known

ShortDef

perceived, understood, known
kinsman, kinswoman

Debugging

Headword:
γνωτός
Headword (normalized):
γνωτός
Headword (normalized/stripped):
γνωτος
IDX:
19209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19210
Key:

Data

{'content': 'perceived, understood, known'}