Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνωσιμαχία
γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
View word page
γνωστός
known, to be known
ShortDef
known, to be known
Debugging
Headword:
γνωστός
Headword (normalized):
γνωστός
Headword (normalized/stripped):
γνωστος
IDX:
19208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19209
Key:
Data
{'content': 'known, to be known'}