Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωσιγραφία
γνωσιδίκα
γνωσιμαχέω
γνωσιμαχία
γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
γογγροειδής
View word page
γνώστης
one that knows

ShortDef

one that knows

Debugging

Headword:
γνώστης
Headword (normalized):
γνώστης
Headword (normalized/stripped):
γνωστης
IDX:
19205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19206
Key:

Data

{'content': 'one that knows'}