Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωριστικός
γνωσιγραφία
γνωσιδίκα
γνωσιμαχέω
γνωσιμαχία
γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
Γοβρύης
View word page
γνωστήρ
one that knows: a surety

ShortDef

one that knows: a surety

Debugging

Headword:
γνωστήρ
Headword (normalized):
γνωστήρ
Headword (normalized/stripped):
γνωστηρ
IDX:
19204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19205
Key:

Data

{'content': 'one that knows: a surety'}