Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσιγραφία
γνωσιδίκα
γνωσιμαχέω
γνωσιμαχία
γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτός
γνωτός2
γνωτοφόνος
Γόαξις
γοάω
View word page
γνωστεύω
to be witness to identity
ShortDef
to be witness to identity
Debugging
Headword:
γνωστεύω
Headword (normalized):
γνωστεύω
Headword (normalized/stripped):
γνωστευω
IDX:
19203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19204
Key:
Data
{'content': 'to be witness to identity'}