Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
γνωρισμός
γνωριστέον
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσιγραφία
γνωσιδίκα
View word page
γνωρίζω
to make known, point out, explain

ShortDef

to make known, point out, explain

Debugging

Headword:
γνωρίζω
Headword (normalized):
γνωρίζω
Headword (normalized/stripped):
γνωριζω
IDX:
19186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19187
Key:

Data

{'content': 'to make known, point out, explain'}