Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
γνωρισμός
γνωριστέον
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσιγραφία
View word page
γνώμων
one that knows; carpenter’s square, pointer on sundial

ShortDef

one that knows; carpenter’s square, pointer on sundial

Debugging

Headword:
γνώμων
Headword (normalized):
γνώμων
Headword (normalized/stripped):
γνωμων
IDX:
19185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19186
Key:

Data

{'content': 'one that knows; carpenter’s square, pointer on sundial'}