Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
γνωρισμός
γνωριστέον
View word page
γνωμοτυπικός
clever at coining maxims

ShortDef

clever at coining maxims

Debugging

Headword:
γνωμοτυπικός
Headword (normalized):
γνωμοτυπικός
Headword (normalized/stripped):
γνωμοτυπικος
IDX:
19182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19183
Key:

Data

{'content': 'clever at coining maxims'}