Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
View word page
γνωμοτυπέω
coin maxims

ShortDef

coin maxims

Debugging

Headword:
γνωμοτυπέω
Headword (normalized):
γνωμοτυπέω
Headword (normalized/stripped):
γνωμοτυπεω
IDX:
19180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19181
Key:

Data

{'content': 'coin maxims'}