Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
View word page
γνωμοσύνη
prudence, judgment

ShortDef

prudence, judgment

Debugging

Headword:
γνωμοσύνη
Headword (normalized):
γνωμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
γνωμοσυνη
IDX:
19179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19180
Key:

Data

{'content': 'prudence, judgment'}