Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
View word page
γνωμολογία
a speaking in maxims

ShortDef

a speaking in maxims

Debugging

Headword:
γνωμολογία
Headword (normalized):
γνωμολογία
Headword (normalized/stripped):
γνωμολογια
IDX:
19174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19175
Key:

Data

{'content': 'a speaking in maxims'}