Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
View word page
γνωμοδοτέω
give advice
ShortDef
give advice
Debugging
Headword:
γνωμοδοτέω
Headword (normalized):
γνωμοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
γνωμοδοτεω
IDX:
19171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19172
Key:
Data
{'content': 'give advice'}