Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γνῶμα
γνώμα
γνωμανάδοχος
γνωματευτής
γνωματεύω
γνωμεισηγητής
γνώμη
γνωμηδόν
γνωμηστός
γνωμίδιον
γνωμικός
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
View word page
γνωμικός
normative

ShortDef

normative

Debugging

Headword:
γνωμικός
Headword (normalized):
γνωμικός
Headword (normalized/stripped):
γνωμικος
IDX:
19170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-19171
Key:

Data

{'content': 'normative'}